- μόριος
- (I)μόριος, ὁ (Α) [μόρια]προσωνυμία τού Διός ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών τής Αθήνας.————————(II)μόριος, -α, -ον (Α) [μόρος](ποιητ. τ.)1. αυτός που προορίζεται για ταφή («μορία γῆ», Ανθ. Παλ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «μόριοςἄπληστος».
Dictionary of Greek. 2013.